- ἐρραθυμηκότων
- ῥαθυμέωleave off workperf part act masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρρᾳθυμηκότων — ἐρρᾳθῡμηκότων , ῥᾳθυμέω perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)